σελλίζομαι

σελλίζομαι
σελλίζομαι
Grammatical information: v.
Meaning: = ψελλίζεσθαι τινες δε σελλίζει ἀλαζονεύει H. In Phryn.Com. 10 `imitate Aeschine, son of Sellos'; "le sens a été occasionellemnt déformé par Phryn." (DELG).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σελλίζομαι — Α μεσ. 1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει άλαζονεύει». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά τής …   Dictionary of Greek

  • σελλίζει — σελλίζομαι imitate Aeschines pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελλίζεσθαι — σελλίζομαι imitate Aeschines pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσέλλισαι — σελλίζομαι imitate Aeschines perf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελλισμός — ὁ, Μ [σελλίζομαι] αλαζονεία, κομπασμός …   Dictionary of Greek

  • σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… …   Dictionary of Greek

  • ἐξεσελλίσθη — ἐκ , εἰς , ἐν λίζω graze aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἐκ σελλίζομαι imitate Aeschines aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”